- φείδου
- φείδομαιsparepres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)φείδομαιspareimperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)φειδώsparingnom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
απόφθεγμα — το, ατος 1. γνώμη που διατυπώνεται αυθεντικά: Αυτό που είπες δεν είναι γνώμη, αλλά απόφθεγμα. 2. σύντομη και επιγραμματική κρίση, γνωμικό: Τα «μέτρον άριστον», «χρόνου φείδου» κι άλλα παρόμοια είναι αποφθέγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)